βλάττα

βλάττα
η (AM βλάττα, Α και βλάττη)
νεοελλ.
1. γένος δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως μεγάλη ή μαύρη κατσαρίδα
2. η ευλογιά
3. η ουλή που αφήνει η ευλογιά
4. βαρύ και θανατηφόρο νόσημα
αρχ.
η πορφύρα και η βαφή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως
πρβλ. λατ. blatta «πορφύρα» (για το νεοελλ. βλάττα «σίλφη, κατσαρίδα» βλ. εγκυκλ. βλάττα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βλάττα — βλάττᾱ , βλάττα blatta fem nom/voc/acc dual βλάττᾱ , βλάττα blatta fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάτταν — βλάττᾱν , βλάττα blatta fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάττης — βλάττα blatta fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cockroach — For other uses, see Cockroach (disambiguation). Cockroach Common household roaches A) German cockroach B) American cockroach C) Australian cockroach D E) Oriental cockroach (♀ & …   Wikipedia

  • βλαττί — το και βλαντί (Μ βλαττίον και βλαττίν, βλαντίον και βλαντίν) [βλάττα] πολυτελές, μεταξωτό ύφασμα ή φόρεμα, συνήθως κόκκινο ή πορφυρό («ξέρω να υφαίνω το βλαντί, να υφαίνω το μετάξι») νεοελλ. 1. οποιοδήποτε πολύτιμο πράγμα 2. αγαπημένο, χαϊδεμένο… …   Dictionary of Greek

  • βλαττούδα — και βλαττούδα, η και βλαττούδι, το [βλάττα] η κατσαρίδα …   Dictionary of Greek

  • καταβλαττάς — καταβλαττάς, ὁ (Μ) βαφέας κόκκινων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κατ(α) * + βλάττα «πορφυρή βαφή» (< λατ. blatta) + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς, ψωμ άς] …   Dictionary of Greek

  • κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… …   Dictionary of Greek

  • μεταξάβλαττα — και μεταξαβλάττη, ἡ (Α) είδος πορφυρής βαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα + βλάττα «πορφύρα»] …   Dictionary of Greek

  • οξύβλαττα — ὀξύβλαττα, ἡ (Μ) λαμπρό πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βλάττα «πορφύρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”